Με ρώτησε το εξής ο Ισπανός δημοσιογράφος, ο οποίος στεκόταν απέναντί μου: «Υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι στη φυλακή εδώ;» Δεν με εξέπληξε η ερώτησή του. Πρώτα κοιτάνε τη φυλακή. «Δεν υπάρχουν», είπα, «δεν υπάρχει κανένας πολιτικός κρατούμενος στη φυλακή μας». Αφότου εξεπλάγη λίγο, είπε: «Όμως εσείς αναφέρεστε στην κατοχή». «Ναι», είπα, «αναφέρομαι στην κατοχή. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένας πολιτικός κρατούμενος στη φυλακή μας δεν δείχνει πως υπάρχει δημοκρατία, δείχνει απλώς ότι δεν υπάρχει σοβαρή αντίσταση εδώ». «Δεν έχετε πολιτικά κόμματα;» «Έχουμε». «Οργανώσεις;» «Έχουμε». «Συντεχνίες;» «Έχουμε». «Τότε τι κάνουν όλοι αυτοί;» «Χορεύουν εντός του πλαισίου που χάραξε ο κατακτητής. Υπακούνε, είναι πολύ επικίνδυνο να βγαίνουν εκτός του πλαισίου, δεν βγαίνουν επειδή το θεωρούν πολύ μπελαλίδικο». «Και οι εφημερίδες;» «Ναι, και οι εφημερίδες».
Προσπάθησα να του εξηγήσω. Και ο κατακτητής δεν πειράζει όποιους δεν τον πειράζουν. Δεν τους πείραζαν ακόμα και οι Ναζί στρατιώτες που κανείς δεν έκλαψε για τον θάνατό τους. Καθώς τα έλεγα αυτά, θυμήθηκα κάποιους Ελληνοκύπριους με τους οποίους είχα συναντηθεί τη δεκαετία του 1980. Είπαν πράγματα που με εξέπληξαν πολύ. Είναι φανερό ότι ακόμα δεν γνώριζαν τη ζωή στον βορρά μετά το 1974. Με ρώτησαν πολύ παράξενα πράγματα. Για παράδειγμα, αν μπορούσα να διακινούμαι ελεύθερα στην κατεχόμενη περιοχή. Αν μπορούσα να πάω ελεύθερα στην Αμμόχωστο, περνώντας από δρόμους και χωριά στα οποία υπήρχαν μεγάλοι στρατώνες. Με είχε εκπλήξει το γεγονός ότι ήταν τόσο απληροφόρητοι για τη ζωή που υπήρχε ένα βήμα πιο πέρα. Τι νόμιζαν; Ότι σε κάθε γωνιά στον βορρά υπήρχαν ένοπλοι Τούρκοι στρατιώτες σκοποί και ότι έκαναν έλεγχο ταυτότητας ελέγχοντας τους πάντες.
Δεν κοιτάζω τις εφημερίδες που εκδίδονται κάτω από τις φτερούγες της εξουσίας για να καταλάβω κατά πόσον υπάρχει δημοκρατία και ελευθεροτυπία σε μια χώρα. Κοιτάζω αν υπάρχουν εφημερίδες που δέχθηκαν επιθέσεις με βόμβες και σφαίρες. Κοιτάζω αν υπάρχουν εφημερίδες που φυλακίστηκαν οι δημοσιογράφοι τους. Στην Τουρκία δεν κοιτάζω τις εφημερίδες «Χουριέτ» ή «Μιλιέτ» ή «Σαμπάχ». Κοιτάζω εφημερίδες όπως οι «Οζγκιούρ Πολιτίκα», «Άγος» και Μπιργκιούν». Παλιά κοιτούσα και την εφημερίδα «Τζουμχουριέτ», όμως τώρα δεν την κοιτάζω.
Κατά τη δεκαετία του 2000, η εφημερίδα «Αβρούπα-Αφρίκα» ήταν η μόνη που έγινε στόχος επίθεσης με βόμβες και σφαίρες στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Το γεγονός ότι οι υπόλοιπες δεν υπέστησαν τέτοια βία δεν δείχνει ότι εδώ υπάρχει δημοκρατία και ελευθεροτυπία. Έχει κόστος το να γράφεις πράγματα που δεν θέλουν κάποιοι. Σφαίρες. Βόμβες. Θάνατος. Κανείς δεν είναι ελεύθερος εδώ χωρίς να ρισκάρει να πληρώσει αυτό το τίμημα. Δεν μπορεί να γράψει όσα πρέπει να γραφτούν. Δεν υπάρχει ένας ένοπλος φρουρός πάνω από το κεφάλι του συγγραφέα, όταν αυτός γράφει το άρθρο του. Κανείς δεν του λέει «γράψε αυτό και μην γράψεις το άλλο». Άλλωστε δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Διότι ξέρει πλέον τι θα γράψει και τι δεν θα γράψει. Έμαθε απ’ έξω τον ρόλο του. Λογοκρίνει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτό ονομάζεται αυτολογοκρισία.
Μέσα στην κοινότητά μας δεν παθαίνει τίποτα κάποιος ο οποίος δεν θεωρεί κατοχική δύναμη την Τουρκία, δεν λέει απολύτως τίποτα για τον Ταγίπ Ερντογάν και δεν παραπονιέται με κανέναν τρόπο για τους εδώ στρατιωτικούς διοικητές. Κοιτάξτε, ο Ραούφ Ντενκτάς ήταν ένας από εκείνους που ήξεραν καλύτερα από τον καθέναν πόσο επικίνδυνο πράγμα είναι η αντιπαράθεση με τον στρατό. Γι’ αυτό είχε πει στον αγαπητό μου φίλο Αχμέτ Ερτάτς, ο οποίος είχε έλθει σε αντιπαράθεση με τον τότε διοικητή των Δυνάμεων Ασφαλείας, Στρατηγό Γκαλίπ Μεντί, λόγω ενός ζητήματος δωροδοκίας, να είναι πολύ προσεχτικός και μάλιστα του είχε στείλει και ένα όπλο για κάθε περίπτωση. Σκεφτείτε, ποιος εμπιστεύεται τον διοικητή τον οποίο δεν εμπιστεύεται ακόμα και ο Ντενκτάς;
Είπα στον Ισπανό δημοσιογράφο: «Αν υπήρχε πραγματική αντίσταση εδώ, τότε θα έβλεπες τη φυλακή»!